- δωδεκάλινος
- δωδεκά-λῐνος, ον,A of twelve threads, X.Cyn.2.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δωδεκάλινος — δωδεκάλινος, ον (Α) (για κυνηγετικό δίχτυ) με δώδεκα κλωστές … Dictionary of Greek
δωδεκάλινα — δωδεκάλινος of twelve threads neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)